- ψευδόρκος
- η , ο [ος, ον]1) виновный в клятвопреступлении; 2) лжесвидетельствующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψεύδορκος — η, ο / ψεύδορκος, ον, ΝΜΑ αυτός που ορκίζεται εν γνώσει του ψέματα, που δίνει ψεύτικη ένορκη διαβεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ὅρκος (πρβλ. ἐπί ορκος)] … Dictionary of Greek
ψεύδορκος — η, ο αυτός που βεβαιώνει με όρκο ψευδή πράγματα: Ποτέ δε θα γίνω ψεύδορκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψεύδορκον — ψεύδορκος masc/fem acc sg ψεύδορκος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδορκότατος — ψεύδορκος masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδόρκου — ψεύδορκος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδόρκων — ψεύδορκος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύδορκοι — ψεύδορκος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθορκώ — ἀληθορκῶ ( έω) (Α) ορκίζομαι ειλικρινώς (είναι το αντίθετο τού ψευδορκῶ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + ορκῶ ( έω) (< ὅρκος) αναλογικός σχηματισμός κατά τα: εὐορκῶ ( έω) < εὔορκος, ψευδορκῶ ( έω) < ψεύδορκος] … Dictionary of Greek
δυσορκώ — δυσορκῶ ( έω) (Μ) είμαι επίορκος ή ψεύδορκος … Dictionary of Greek
δύσορκος — δύσορκος, ον (Μ) ψεύδορκος, επίορκος … Dictionary of Greek
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek